- ἐκφάντῳ
- ἔκφαντοςshown forthmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξεφαντώνω — γλεντοκοπώ, παίρνω μέρος σε μεγάλο γλέντι, ιδίως με χορούς και τραγούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ξεφαντώνω < *ἐκφαντῶ < ἔκφαντος «φανερός»] … Dictionary of Greek